- οινοβρεχής
- οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, -ές (Α)1. μεθυσμένος2. διαποτισμένος με κρασί («σεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. δια-βρεχής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰνοβρεχῆ — οἰνοβρεχής wine soaked neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οἰνοβρεχής wine soaked masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οἰνοβρεχής wine soaked masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek